- προσαναλέξασαι
- προσαναλέξᾱσαι , πρός , ἀνά-ἀλέξωraáks̥atiaor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)προσαναλέξᾱσαι , πρός , ἀνά-λέγω 1layaor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)προσαναλέξᾱσαι , πρός , ἀνά-λέγω 3layaor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.